συγκριτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek
συγκριτικά — συγκριτικός of neut nom/voc/acc pl συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc/acc dual συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικώτερον — συγκριτικός of adverbial comp συγκριτικός of masc acc comp sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικῶν — συγκριτικός of fem gen pl συγκριτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικόν — συγκριτικός of masc acc sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικαῖς — συγκριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικαί — συγκριτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικοῖς — συγκριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικοί — συγκριτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)